- καλολογέω
- κᾰλολογέω,A = εὐλογέω, Sch.E.Ph.967.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλολογεῖν — καλολογέω pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλολόγησε — καλολογέω aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκαλολόγει — καλολογέω imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκαλολόγησε — καλολογέω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκαλολόγησεν — καλολογέω aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)